-
1 следствие
следствиес1. ἡ συνέπεια, τό ἀποτέλεσμα:причина и \следствие ἡ αίτία καί τό ἀποτέλεσμα, τό αίτιον καί τό αίτιατόν2. Όρ. ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ Ερευνα:предварительное \следствие ἡ προανάκριση [-ις]· судебное \следствие ἡ δικαστική ἀνάκριση [-ις]. -
2 следствие
-я ουδ.αποτέλεσμα, επακόλουθο, απόρροια• εξαγόμενο• πόρισμα.-я ουδ.ανάκριση•предварительное следствие η προανάκριση•
быть под -ем είμαι υπο ανάκριση (ανακρινόμενος).
-
3 следствие
I следствие I с η συνέπεια; το αποτέλεσμα (результат) II следствие II с юр. η ανάκριση* * *I сη συνέπεια; το αποτέλεσμα ( результат)II с юр.η ανάκριση -
4 следствие
I.мат. η διαδρομή, η πορεία.II.юр. η ανάκριση, η έρευναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следствие
-
5 расследование
1. (рассмотрение, исследование, изучение) η εξέταση, η έρευνα 2. (следствие) η ανάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследование
-
6 судебный
δικαστικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > судебный
-
7 судебный
суде́бн||ыйприл δικαστικός:\судебный исполнитель ὁ δικαστικός κλητήρας· \судебный следователь ὁ ἀνακριτής· \судебныйое следствие ἡ ἀνάκριση· \судебныйое разбирательство ἡ ἀκρόαση ὑπόθεσης στό δικαστήριό \судебныйое заседание ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· \судебный приговор ἡ δικαστική ἀπόφαση[-ις]· \судебныйые издержки τά δικαστικά ἔξοδα· \судебныйая медицина ἡ ἱατροδικαστική· \судебныйая ошибка ἡ δικαστική πλάνη. -
8 произвести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. произвл-вела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произведенный, βρ: -ден, -дена, -дено μτχ. παρλθ. χρ. произведший ρ.σ.μ.1. κάνω, εκτελώ, φτιάχνω• εκπληρώ, διεξάγω•произвести ремонт κάνω επισκευή•
произвести опыт κάνω πείραμα•
произвести выстрел πυροβολώ•
произвести вычисление κάνω λογαριασμό (λογαριάζω)•
произвести следствие κάνω ανάκριση (ανακρίνω)•
произвести атомное подземное испытание κάνω ατομική υπόγεια δοκιμή•
произвести раскопки διεξάγω ανασκαφές•
произвести обыск κάνω έρευνα•
-аресты κάνω συλλήψεις.
2. παράγω, βγάζω•товары массого употребления παράγω εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης.
3. προκαλώ, προξενώ•произвести впечатление, сенсацию κάνω εντύπωση, αίσθηση•
произвести шум κάνω θόρυβο κ., μτφ. κρότο.
|| γεννώ, τίκτω•произвести на свет ребнка φέρω στον κόσμο παιδάκι.
4. προβιβάζω, προάγω•произвести в генералы προάγω σε στρατηγό.
-
9 судебный
επ.δικαστικός•-ые издержки τα δικαστικά έξοδα•
-ое решение δικαστική απόφαση•
-ое следствие δικαστική ανάκριση•
исполнитель δικαστικός επιμελητής•
-ым порядком με τη δικαστική οδό•
судебный приговор καταδικαστική απόφαση•
-ая медицина η ιατροδικαστική.
-
10 учинить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учинённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κάνω διεξάγω•учинить следствие κάνω ανάκριση•
учинить нападение на неприятеля κάνω επίθεση στον εχθρό•
учинить соглашение κάνω συμφωνία.
2. δημιουργώ, διαπράττω•учинить скандал δημιουργώ καβγά, τσακωμό.
γίνομαι, συμβαίνω. -
11 расследовать
1. (подвергать рассмотрению, изучению, исследованию) εξετάζω, ερευνώ 2. (производить следствие) ανακρίνω, διενεργώ ανάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследовать
-
12 нарядить
нарядить 1-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ντύνω με πολυτέλεια• στολίζω λουσάρω•нарядить невесту στολίζω τη νύφη.
2. ντύνω, μεταμφιέζω•нарядить ребят зверями, птицами ντύνω τα παιδιά σαν θηρία, σαν πουλιά•
нарядить колдуном ντύνω σαν μάγο.
ντύνομαι, στολίζομαι κλπ. ρ.μ. как на бал ντύνομαι σαν να πάω στο χορό•-клоуном ντύνομαι παλιάτσος•
она любит -αυτής της αρέσει να στολίζεται.
нарядить 2-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. διατάζω•нарядить следствие о пожаре διατάζω ανάκριση για την πυρκαγιά.
|| καθορίζω εργασία, εργοδοτώ. || (στρατ.) καθορίζω, βγάζω υπηρεσία•нарядить караул βγάζω φρουρά.
|| στέλλω•-подводы за товаром στέλλω κάρα για εμπόρευμα.
2. παλ. συγκροτώ, ιδρύω. -
13 уголовный
επ.1. εγκληματικός•уголовный преступник εγκληματίας• κατάδικος.
2. ουσ. α., θ. -ая βλ. уголовник, -ца (1 σημ.).3. ποινικός•уголовный кодекс ποινικός κώδικας•
-ое преследование ποινική δίωξη•
-ая социология κοινωνιολογία του εγκλήματος•
-ое следствие ανάκριση για έγκλημα.
|| εγκληματικού περιεχομένου•уголовный роман εγκληματικό μυθιστόρημα.